τσαμπουκαλής — ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν 1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ 2. μτφ. α) άνθρωπος τού υποκόσμου β) μάγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. λής (πρβλ. μουστακα λής, παρα λής)] … Dictionary of Greek
τσαμπουκαλεύω — Ν [τσαμπουκαλής] 1. γίνομαι τσαμπουκαλής 2. μαρτυρώ, φανερώνω κάτι 3. μέσ. τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία … Dictionary of Greek
τσαμπουκάς — ο, Ν 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά 2. τατουάζ 3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] … Dictionary of Greek