τσαμπουκαλής

τσαμπουκαλής
ο
πληθ. -ήδες
1. αυτός που έχει ή κάνει τσαμπουκά (βλ. λ.).
2. ζόρικος άνθρωπος του υποκόσμου με προηγούμενες δοσοληψίες με την αστυνομία, κακοποιός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαμπουκαλής — ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν 1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ 2. μτφ. α) άνθρωπος τού υποκόσμου β) μάγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. λής (πρβλ. μουστακα λής, παρα λής)] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλεύω — Ν [τσαμπουκαλής] 1. γίνομαι τσαμπουκαλής 2. μαρτυρώ, φανερώνω κάτι 3. μέσ. τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκάς — ο, Ν 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά 2. τατουάζ 3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”